- ὀρχήστρας
- ὀρχήστρᾱς , ὀρχήστραorchestrafem acc plὀρχήστρᾱς , ὀρχήστραorchestrafem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διεύθυνση ορχήστρας — Ο συντονισμός των οργανικών και φωνητικών συνόλων κατά τη μουσική εκτέλεση. Η ανάγκη προετοιμασίας και επομένως συντονισμού μιας μουσικής εκτέλεσης εκδηλώνεται από πολύ παλιά· ο χορευτής κρατούσε τον ρυθμό χτυπώντας τα πόδια ή τα χέρια. Ωστόσο,… … Dictionary of Greek
Κάραγιαν, Χέρμπερτ φον- — (Herbert von Karajan, Σάλτσμπουργκ 1908 – 1989). Αυστριακός διευθυντής ορχήστρας, ελληνικής καταγωγής. Σπούδασε στο Μοτσαρτέουμ του Σάλτσμπουργκ και μαθήτευσε κοντά στον Σαλκ ως διευθυντής ορχήστρας στη Βιέννη. Σε ηλικία 19 ετών διηύθυνε χωρίς… … Dictionary of Greek
Τοσκανίνι, Αρτούρο — (Toscanini, Πάρμα 1867 – Νέα Υόρκη 1957). Ιταλός διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε βιολοντσέλο, έγινε μέλος της ορχήστρας του μελοδράματος του Pίο Nτε Tζανέιρο και το 1886 τον κάλεσαν ξαφνικά να διευθύνει στη θέση του επίσημου διευθυντή της… … Dictionary of Greek
Μητρόπουλος, Δημήτρης — (Αθήνα 1896 – Μιλάνο 1960). Αρχιμουσικός, συνθέτης και πιανίστας. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών, και τελειοποίησε τις σπουδές του στις Βρυξέλλες (1920) και στο Βερολίνο, όπου, μεταξύ 1921 και 1924, μαθήτευσε κοντά στον Φερούτσιο… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιζαΐ, Εζέν — (Eugène Ysaye, Λιέγη 1858 – Βρυξέλλες 1931). Βέλγος βιολονίστας, διευθυντής ορχήστρας και συνθέτης. Αφού εργάστηκε ως μέλος ορχήστρας, εμφανίστηκε από το 1889 ως κοντσερτίστας και έπειτα ως διευθυντής ορχήστρας, σημειώνοντας επιτυχίες παγκοσμίως … Dictionary of Greek
Στράους — (Strauss). Οικογένεια Αυστριακών μουσικών, που ασχολήθηκαν με την οπερέτα και τη χορευτική μουσική. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της είναι: 1. Γιόχαν Σ. (Βιέννη 1804 – 1849), ο γενάρχης. Αφού ακολούθησε άτακτες σπουδές, επιβλήθηκε το 1819 ως… … Dictionary of Greek
Χίντεμιτ, Πάουλ — (Hindemith, Χανάου 1895 – Φρανκφούρτη 1963). Γερμανός συνθέτης, εκτελεστής και διευθυντής ορχήστρας. Αξιόλογος δεξιοτέχνης του βιολιού· από την ηλικία των 13 χρόνων και διευθυντής ορχήστρας στα 20 του χρόνια, ο X. πλούτιζε διαρκώς την… … Dictionary of Greek
κλαρινέτο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα… … Dictionary of Greek